σκεδάννυμι

σκεδάννυμι
και σκεδαννύω ΜΑ
1. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω (α. «λαὸν μὲν σκέδασεν κατὰ νῆας», Ομ. Ιλ.
β. «οἱ δὲ αὐτῶν... ἐσκεδάσθησαν ἀνὰ τὰς πόλιας», Ηρόδ.)
2. (σχετικά με άψυχα ή με καταστάσεις) διαλύω (α. «τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι... ἐπισκήψασαν... σκέδασον», Μηναί
β. «πάχνην... ἥλιος σκεδᾱ», Αισχύλ.)
3. αφήνω, επιτρέπω να διασκορπιστεί κάτι σε διάφορες κατευθύνσεις ([για την Πανδώρα] «χείρεσσι πίθου... πῶμ' ἀφελοῡσα ἐσκέδασ' ἀνθρώποισι δ' ἐμήσατο κήδεα λυγρά», Ησίοδ.)
4. παθ. σκεδάννυμαι και σκεδαννύομαι
α) (για τις ακτίνες τού Ηλίου) διαχέομαι («πρὶν σκεδασθῆναι θεοῡ ἀκτῑνας», Αισχύλ.)
β) (για φήμη ή λόγο) διαδίδομαι, εξαπλώνομαι, κοινολογούμαι («ἐσκεδασμένου δὲ ἤδη τοῡ λόγου ἀνὰ τὴν πόλην ὡς τεθνεὼς εἴη», Ηρόδ.)
5. φρ. «ὄψις ἐσκεδασμένη» — όραση, θέαση που δεν περιορίζεται σε ένα και μόνο αντικείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. σκεδάννυμι ανάγεται, κατά μία άποψη, στην ΙΕ ρίζα *(s)k(h)ed- / (s)k(h)e-n-d- «σχίζω, διασκορπίζω» (πρβλ. αβεστ. sčandayeiti «σπάζω, καταστρέφω», αρχ. ινδ. skhadate «σχίζω», λιθουαν. skederva «θραύσμα», αγγλ. scatter «διασκορπίζω»). Αρχικός τ. ενεστ. είναι ο τ. σκίδνημι*, ενώ ο μτγν. τ. σκεδάννυμι (< *σκεδάσ-νυ-μι) έχει σχηματιστεί από τον σιγματικό αόρ. -σκέδασ-α με ενεστωτικό επίθημα -νυ- (πρβλ. κεράννυμι: ἐκέρασα, πετάννυμι: ἐπέτασα). Παρλλ. απαντούν και τύποι ενεστ. κεδάννυμι, κίδναμαι (δεν είναι, όμως, εύκολο να εξακριβωθεί η αρχαιότητα τής εναλλαγής αυτής τού αρκτικού σκ- / κ-), καθώς και τύποι αορ. κεδάσσαι, κεδασθῆναι (στον Όμ. για μετρικούς λόγους), απ' όπου προήλθαν οι μτγν. τ. ενεστ. κεδαίω, κεδαίομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκεδάννυμι — σκεδάννῡμι , σκεδάννυμι scatter pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεδαννύω — σκεδάννυμι scatter pres subj act 1st sg σκεδάννυμι scatter pres subj act 1st sg σκεδάννυμι scatter pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεδάσουσι — σκεδάννυμι scatter aor subj act 3rd pl (epic) σκεδάννυμι scatter fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σκεδάννυμι scatter fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) σκεδά̱σουσι , σκεδάω scatter aor subj act 3rd pl (epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεδάσω — σκεδάννυμι scatter aor subj act 1st sg σκεδάννυμι scatter fut ind act 1st sg σκεδάννυμι scatter aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) σκεδά̱σω , σκεδάω scatter aor subj act 1st sg (doric aeolic) σκεδά̱σω , σκεδάω scatter fut ind act 1st sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσκεδασμένα — σκεδάννυμι scatter perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐσκεδασμένᾱ , σκεδάννυμι scatter perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐσκεδασμένᾱ , σκεδάννυμι scatter perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσκεδάσθην — σκεδάννυμι scatter plup ind mp 3rd dual σκεδάννυμι scatter aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) σκεδάννυμι scatter aor ind pass 1st sg ἐσκεδά̱σθην , σκεδάω scatter imperf ind mp 3rd dual ἐσκεδά̱σθην , σκεδάω scatter plup ind mp 3rd dual (doric …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεδαννυμένων — σκεδάννυμι scatter pres part mp fem gen pl σκεδάννυμι scatter pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεδαννύει — σκεδάννυμι scatter pres ind mp 2nd sg σκεδάννυμι scatter pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεδαννύηται — σκεδάννυμι scatter pres subj mp 3rd sg σκεδάννυμι scatter pres subj mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεδαννύμεναι — σκεδάννυμι scatter pres part mp fem nom/voc pl σκεδάννυμι scatter pres inf act (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”